- ἐκθύμως
- ἐκθύ̱μως , ἔκθυμοςspiritedadverbialἐκθύ̱μως , ἔκθυμοςspiritedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκθύμως — επίρρ. βλ. έκθυμος … Dictionary of Greek
έκθυμος — η, ο (AM ἔκθυμος, ον) Ι. αυτός που προέρχεται από ζωηρή προθυμία, εγκάρδιος («ἐκθυμος αποδοχή») αρχ. εκτός εαυτού, μανιώδης II. επίρρ. εκθύμως (AM ἐκθύμως) ολόψυχα, εγκάρδια («αποδέχομαι εκθύμως την πρόσκληση») αρχ. 1. υπερβολικά, με εμπάθεια 2.… … Dictionary of Greek
ՅՕԺԱՐԱՍԻՐՈՒԹԵԱՄԲ — ( ) NBH 2 0380 Chronological Sequence: 5c իբր մ. ἑκθύμως, εὑθύμως prompte, fortiter. Յօժար սիրով. յօժարամիտ կամօք. սրտի մտօք. *Մարտնչելի է յօժարասիրութեամբ՝ բանականապէս, այլ ոչ զինուորաբար. Առ որս. ՟Ժ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)